βουλυτος

βουλυτος
    βουλυτός
    βου-λῡτός
    ὅ (sc. καιρός) время распряжки волов, т.е. сумерки, вечер Arph., Luc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "βουλυτος" в других словарях:

  • βουλυτός — βουλυτός, ο (Α) 1. η ώρα που απολύουν, που ξεζέβουν τα βόδια, η ώρα που σταματάει το όργωμα 2. (ως επίρρ.) βουλυτόνδε κατά το δειλινό. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βουλῡτός (ενν. καιρός) (Αριστοφ., μτγν. Ελληνική) αποτελεί σύνθετο τ. < βους + λύω, μέσω ενός… …   Dictionary of Greek

  • βουλυτός — βουλῡτός , βουλυτός time for unyoking oxen (early afternoon masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… …   Dictionary of Greek

  • βουλυτοῖο — βουλῡτοῖο , βουλυτός time for unyoking oxen (early afternoon masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλυτοῦ — βουλῡτοῦ , βουλυτός time for unyoking oxen (early afternoon masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλυτῷ — βουλῡτῷ , βουλυτός time for unyoking oxen (early afternoon masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλυτόν — βουλῡτόν , βουλυτός time for unyoking oxen (early afternoon masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»